- πουζολάνα
- και πουζολάνη, η, Ν(πετρογρ.-τεχνολ.) υδραυλική συγκολλητική ύλη που ανακαλύφθηκε από τους Ρωμαίους και χρησιμοποιείται ακόμη σε ορισμένες χώρες και η οποία παρασκευάζεται από θρυμματισμένη σκωρία, φυσικής ή τεχνητής προέλευσης, λ.χ. θηραϊκή γη, μαζί με κονιοποιημένη ένυδρη άσβεστο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pozzolana < Pozzuoli (< λατ. Puteoli), λιμάνι τής Νότ. Ιταλίας].
Dictionary of Greek. 2013.